Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
προσοχλέω
View word page
προσουδίζω
to dash to earth

ShortDef

to dash to earth

Debugging

Headword:
προσουδίζω
Headword (normalized):
προσουδίζω
Headword (normalized/stripped):
προσουδιζω
IDX:
76007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76008
Key:

Data

{'content': 'to dash to earth'}