Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσοχθίζω
προσόχθισμα
προσοχθισμός
View word page
προσοσφραίνω
give to smell
ShortDef
give to smell
Debugging
Headword:
προσοσφραίνω
Headword (normalized):
προσοσφραίνω
Headword (normalized/stripped):
προσοσφραινω
IDX:
76006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76007
Key:
Data
{'content': 'give to smell'}