Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
προσοφλισκάνω
View word page
προσορμιστήριον
anchorage
ShortDef
anchorage
Debugging
Headword:
προσορμιστήριον
Headword (normalized):
προσορμιστήριον
Headword (normalized/stripped):
προσορμιστηριον
IDX:
76002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76003
Key:
Data
{'content': 'anchorage'}