Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφθαλμιάω
View word page
προσόρμισις
a coming to anchor

ShortDef

a coming to anchor

Debugging

Headword:
προσόρμισις
Headword (normalized):
προσόρμισις
Headword (normalized/stripped):
προσορμισις
IDX:
76001
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76002
Key:

Data

{'content': 'a coming to anchor'}