Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσοπτάω
προσοπτέον
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
View word page
προσορμέω
come to anchor at

ShortDef

come to anchor at

Debugging

Headword:
προσορμέω
Headword (normalized):
προσορμέω
Headword (normalized/stripped):
προσορμεω
IDX:
75999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-76000
Key:

Data

{'content': 'come to anchor at'}