Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσονομαστέον
προσονυμάσδεσθαι
προσοπτάω
προσοπτέον
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
προσοσφραίνω
προσουδίζω
View word page
προσορίζω
to include within the boundaries, add to a dominion

ShortDef

to include within the boundaries, add to a dominion

Debugging

Headword:
προσορίζω
Headword (normalized):
προσορίζω
Headword (normalized/stripped):
προσοριζω
IDX:
75997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75998
Key:

Data

{'content': 'to include within the boundaries, add to a dominion'}