Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσονομάζω
προσονομασία
προσονομαστέον
προσονυμάσδεσθαι
προσοπτάω
προσοπτέον
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
πρόσορος
προσορχέομαι
View word page
προσορέω
border on

ShortDef

border on

Debugging

Headword:
προσορέω
Headword (normalized):
προσορέω
Headword (normalized/stripped):
προσορεω
IDX:
75995
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75996
Key:

Data

{'content': 'border on'}