Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσόμουρος
προσονειδίζω
προσονομάζω
προσονομασία
προσονομαστέον
προσονυμάσδεσθαι
προσοπτάω
προσοπτέον
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
προσορμιστήριον
πρόσορμος
View word page
προσορέγομαι
to stretch oneself towards, to be urgent with

ShortDef

to stretch oneself towards, to be urgent with

Debugging

Headword:
προσορέγομαι
Headword (normalized):
προσορέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσορεγομαι
IDX:
75993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75994
Key:

Data

{'content': 'to stretch oneself towards, to be urgent with'}