Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονειδίζω
προσονομάζω
προσονομασία
προσονομαστέον
προσονυμάσδεσθαι
προσοπτάω
προσοπτέον
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμέω
προσορμίζω
προσόρμισις
View word page
προσοράω
to look at, behold

ShortDef

to look at, behold

Debugging

Headword:
προσοράω
Headword (normalized):
προσοράω
Headword (normalized/stripped):
προσοραω
IDX:
75991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75992
Key:

Data

{'content': 'to look at, behold'}