Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονειδίζω
προσονομάζω
προσονομασία
προσονομαστέον
προσονυμάσδεσθαι
προσοπτάω
προσοπτέον
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
προσορέγω
προσορέω
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
View word page
προσονυμάσδεσθαι
to be surnamed

ShortDef

to be surnamed

Debugging

Headword:
προσονυμάσδεσθαι
Headword (normalized):
προσονυμάσδεσθαι
Headword (normalized/stripped):
προσονυμασδεσθαι
IDX:
75988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75989
Key:

Data

{'content': 'to be surnamed'}