Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
προσομοιάζω
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονειδίζω
προσονομάζω
προσονομασία
προσονομαστέον
προσονυμάσδεσθαι
προσοπτάω
προσοπτέον
προσοράω
προσοργίζομαι
προσορέγομαι
View word page
προσόμουρος
adjoining, adjacent

ShortDef

adjoining, adjacent

Debugging

Headword:
προσόμουρος
Headword (normalized):
προσόμουρος
Headword (normalized/stripped):
προσομουρος
IDX:
75983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75984
Key:

Data

{'content': 'adjoining, adjacent'}