Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
προσομοιάζω
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονειδίζω
προσονομάζω
προσονομασία
προσονομαστέον
προσονυμάσδεσθαι
προσοπτάω
προσοπτέον
View word page
προσομολογέω
to concede or grant (besides), confess
ShortDef
to concede or grant (besides), confess
Debugging
Headword:
προσομολογέω
Headword (normalized):
προσομολογέω
Headword (normalized/stripped):
προσομολογεω
IDX:
75980
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75981
Key:
Data
{'content': 'to concede or grant (besides), confess'}