Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
προσομοιάζω
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
View word page
προσομιλέω
to hold intercourse with, live
ShortDef
to hold intercourse with, live
Debugging
Headword:
προσομιλέω
Headword (normalized):
προσομιλέω
Headword (normalized/stripped):
προσομιλεω
IDX:
75973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75974
Key:
Data
{'content': 'to hold intercourse with, live'}