Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσοικοδομία
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
προσομοιάζω
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
View word page
προσομαρτέω
to go along with

ShortDef

to go along with

Debugging

Headword:
προσομαρτέω
Headword (normalized):
προσομαρτέω
Headword (normalized/stripped):
προσομαρτεω
IDX:
75972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75973
Key:

Data

{'content': 'to go along with'}