Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
προσομοιάζω
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
View word page
προσόμαλος
tolerably level
ShortDef
tolerably level
Debugging
Headword:
προσόμαλος
Headword (normalized):
προσόμαλος
Headword (normalized/stripped):
προσομαλος
IDX:
75971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75972
Key:
Data
{'content': 'tolerably level'}