Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
προσομοιάζω
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
View word page
προσολοφύρομαι
to wail to, vent one's griefs to
ShortDef
to wail to, vent one's griefs to
Debugging
Headword:
προσολοφύρομαι
Headword (normalized):
προσολοφύρομαι
Headword (normalized/stripped):
προσολοφυρομαι
IDX:
75970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75971
Key:
Data
{'content': "to wail to, vent one's griefs to"}