Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
προσομοιάζω
προσόμοιος
προσομοιόω
View word page
προσοκέλλω
to run
ShortDef
to run
Debugging
Headword:
προσοκέλλω
Headword (normalized):
προσοκέλλω
Headword (normalized/stripped):
προσοκελλω
IDX:
75969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75970
Key:
Data
{'content': 'to run'}