Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσομιλητικός
προσομιλία
προσόμνυμι
View word page
πρόσοισμα
that which is brought to

ShortDef

that which is brought to

Debugging

Headword:
πρόσοισμα
Headword (normalized):
πρόσοισμα
Headword (normalized/stripped):
προσοισμα
IDX:
75966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75967
Key:

Data

{'content': 'that which is brought to'}