Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσόμαλος
προσομαρτέω
προσομιλέω
View word page
πρόσοικος
dwelling near to, bordering on, neighbouring

ShortDef

dwelling near to, bordering on, neighbouring

Debugging

Headword:
πρόσοικος
Headword (normalized):
πρόσοικος
Headword (normalized/stripped):
προσοικος
IDX:
75963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75964
Key:

Data

{'content': 'dwelling near to, bordering on, neighbouring'}