Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
πρόσοικος
προσοιμέομαι
προσοιμώζω
πρόσοισμα
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
View word page
προσοικίζω
found near
ShortDef
found near
Debugging
Headword:
προσοικίζω
Headword (normalized):
προσοικίζω
Headword (normalized/stripped):
προσοικιζω
IDX:
75960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75961
Key:
Data
{'content': 'found near'}