Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνθηροποικίλος
ἀνθηρός
ἀνθηρότης
ἄνθησις
ἀνθησσάομαι
ἀνθησυχάζω
ἀνθητικός
ἀνθίας
ἀνθιερόω
ἀνθίζω
ἀνθικός
ἀνθινός
ἄνθινος
ἄνθιον
ἀνθιππάρχης
ἀνθιππασία
ἀνθιππεύω
ἀνθισμός
ἀνθίστημι
ἀνθοβαφής
ἀνθοβαφία
View word page
ἀνθικός
flowering
ShortDef
flowering
Debugging
Headword:
ἀνθικός
Headword (normalized):
ἀνθικός
Headword (normalized/stripped):
ανθικος
IDX:
7595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7596
Key:
Data
{'content': 'flowering'}