Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
προσοικοδομία
πρόσοικος
προσοιμέομαι
View word page
προσοίγνυμι
shut

ShortDef

shut

Debugging

Headword:
προσοίγνυμι
Headword (normalized):
προσοίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προσοιγνυμι
IDX:
75954
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75955
Key:

Data

{'content': 'shut'}