Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
προσοικοδομέω
View word page
πρόσοδος
approach, income
ShortDef
approach, income
Debugging
Headword:
πρόσοδος
Headword (normalized):
πρόσοδος
Headword (normalized/stripped):
προσοδος
IDX:
75951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75952
Key:
Data
{'content': 'approach, income'}