Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικέω
προσοίκησις
προσοικίζω
View word page
προσοδοποιός
law-court official, summoner

ShortDef

law-court official, summoner

Debugging

Headword:
προσοδοποιός
Headword (normalized):
προσοδοποιός
Headword (normalized/stripped):
προσοδοποιος
IDX:
75950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75951
Key:

Data

{'content': 'law-court official, summoner'}