Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
προσοικέω
προσοίκησις
View word page
προσοδοιπορέω
travel to

ShortDef

travel to

Debugging

Headword:
προσοδοιπορέω
Headword (normalized):
προσοδοιπορέω
Headword (normalized/stripped):
προσοδοιπορεω
IDX:
75949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75950
Key:

Data

{'content': 'travel to'}