Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
προσοικειόω
View word page
προσοδικός
productive
ShortDef
productive
Debugging
Headword:
προσοδικός
Headword (normalized):
προσοδικός
Headword (normalized/stripped):
προσοδικος
IDX:
75947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75948
Key:
Data
{'content': 'productive'}