Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
προσοίκειος
View word page
προσοδιακός
processional

ShortDef

processional

Debugging

Headword:
προσοδιακός
Headword (normalized):
προσοδιακός
Headword (normalized/stripped):
προσοδιακος
IDX:
75946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75947
Key:

Data

{'content': 'processional'}