Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
προσόζω
προσοίγνυμι
πρόσοιδα
View word page
προσοδιάζω
receive as income

ShortDef

receive as income

Debugging

Headword:
προσοδιάζω
Headword (normalized):
προσοδιάζω
Headword (normalized/stripped):
προσοδιαζω
IDX:
75945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75946
Key:

Data

{'content': 'receive as income'}