Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
πρόσοδος
προσοδύρομαι
View word page
προσογκέω
gain in bulk

ShortDef

gain in bulk

Debugging

Headword:
προσογκέω
Headword (normalized):
προσογκέω
Headword (normalized/stripped):
προσογκεω
IDX:
75942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75943
Key:

Data

{'content': 'gain in bulk'}