Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσνεύω
προσνέω
προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
προσοδοποιός
View word page
προσξενολογέω
detail
ShortDef
detail
Debugging
Headword:
προσξενολογέω
Headword (normalized):
προσξενολογέω
Headword (normalized/stripped):
προσξενολογεω
IDX:
75940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75941
Key:
Data
{'content': 'detail'}