Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσνευσις
προσνεύω
προσνέω
προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
προσόδιος
προσοδοιπορέω
View word page
προσνωμάω
to put to one's lips

ShortDef

to put to one's lips

Debugging

Headword:
προσνωμάω
Headword (normalized):
προσνωμάω
Headword (normalized/stripped):
προσνωμαω
IDX:
75939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75940
Key:

Data

{'content': "to put to one's lips"}