Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσνεμητέον
προσνέμω
πρόσνευσις
προσνεύω
προσνέω
προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
προσοδιάζω
προσοδιακός
προσοδικός
View word page
προσνομίζω
bring into use
ShortDef
bring into use
Debugging
Headword:
προσνομίζω
Headword (normalized):
προσνομίζω
Headword (normalized/stripped):
προσνομιζω
IDX:
75937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75938
Key:
Data
{'content': 'bring into use'}