Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσμύρομαι
προσναυπηγέω
προσνεανιεύομαι
προσνεμητέον
προσνέμω
πρόσνευσις
προσνεύω
προσνέω
προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
προσξηραίνομαι
προσογκέω
προσοδάρχων
προσοδεύω
View word page
προσνικάω
use as a help in overcoming an evil

ShortDef

use as a help in overcoming an evil

Debugging

Headword:
προσνικάω
Headword (normalized):
προσνικάω
Headword (normalized/stripped):
προσνικαω
IDX:
75934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75935
Key:

Data

{'content': 'use as a help in overcoming an evil'}