Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσμυθέομαι
προσμυθεύω
προσμυθολογέω
προσμυθοποιέω
προσμύρομαι
προσναυπηγέω
προσνεανιεύομαι
προσνεμητέον
προσνέμω
πρόσνευσις
προσνεύω
προσνέω
προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
προσνομοθετέω
προσνωμάω
προσξενολογέω
View word page
προσνεύω
to nod to, assent

ShortDef

to nod to, assent

Debugging

Headword:
προσνεύω
Headword (normalized):
προσνεύω
Headword (normalized/stripped):
προσνευω
IDX:
75930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75931
Key:

Data

{'content': 'to nod to, assent'}