Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσμολυβδοχοέω
πρόσμονος
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
προσμυθολογέω
προσμυθοποιέω
προσμύρομαι
προσναυπηγέω
προσνεανιεύομαι
προσνεμητέον
προσνέμω
πρόσνευσις
προσνεύω
προσνέω
προσνέω2
προσνήχομαι
προσνικάω
προσνίσομαι
προσνοέω
προσνομίζω
View word page
προσνεμητέον
one must allot

ShortDef

one must allot

Debugging

Headword:
προσνεμητέον
Headword (normalized):
προσνεμητέον
Headword (normalized/stripped):
προσνεμητεον
IDX:
75927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75928
Key:

Data

{'content': 'one must allot'}