Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσμισθόω
προσμοιράζω
προσμοιχεύω
προσμολεῖν
προσμολυβδοχοέω
πρόσμονος
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
προσμυθολογέω
προσμυθοποιέω
προσμύρομαι
προσναυπηγέω
προσνεανιεύομαι
προσνεμητέον
προσνέμω
πρόσνευσις
προσνεύω
προσνέω
προσνέω2
προσνήχομαι
View word page
προσμυθοποιέω
to invent mythically besides

ShortDef

to invent mythically besides

Debugging

Headword:
προσμυθοποιέω
Headword (normalized):
προσμυθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
προσμυθοποιεω
IDX:
75923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75924
Key:

Data

{'content': 'to invent mythically besides'}