Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσμισέω
προσμισθόω
προσμοιράζω
προσμοιχεύω
προσμολεῖν
προσμολυβδοχοέω
πρόσμονος
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
προσμυθολογέω
προσμυθοποιέω
προσμύρομαι
προσναυπηγέω
προσνεανιεύομαι
προσνεμητέον
προσνέμω
πρόσνευσις
προσνεύω
προσνέω
προσνέω2
View word page
προσμυθολογέω
to talk
ShortDef
to talk
Debugging
Headword:
προσμυθολογέω
Headword (normalized):
προσμυθολογέω
Headword (normalized/stripped):
προσμυθολογεω
IDX:
75922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75923
Key:
Data
{'content': 'to talk'}