Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσμηχανάομαι
προσμηχανητέον
προσμήχω
προσμισέω
προσμισθόω
προσμοιράζω
προσμοιχεύω
προσμολεῖν
προσμολυβδοχοέω
πρόσμονος
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
προσμυθολογέω
προσμυθοποιέω
προσμύρομαι
προσναυπηγέω
προσνεανιεύομαι
προσνεμητέον
προσνέμω
πρόσνευσις
View word page
πρόσμορος
doomed to woe
ShortDef
doomed to woe
Debugging
Headword:
πρόσμορος
Headword (normalized):
πρόσμορος
Headword (normalized/stripped):
προσμορος
IDX:
75919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75920
Key:
Data
{'content': 'doomed to woe'}