Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσμηνύω
προσμηχανάομαι
προσμηχανητέον
προσμήχω
προσμισέω
προσμισθόω
προσμοιράζω
προσμοιχεύω
προσμολεῖν
προσμολυβδοχοέω
πρόσμονος
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
προσμυθολογέω
προσμυθοποιέω
προσμύρομαι
προσναυπηγέω
προσνεανιεύομαι
προσνεμητέον
προσνέμω
View word page
πρόσμονος
durable
ShortDef
durable
Debugging
Headword:
πρόσμονος
Headword (normalized):
πρόσμονος
Headword (normalized/stripped):
προσμονος
IDX:
75918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75919
Key:
Data
{'content': 'durable'}