Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσμετρέω
προσμηκύνω
προσμηνύω
προσμηχανάομαι
προσμηχανητέον
προσμήχω
προσμισέω
προσμισθόω
προσμοιράζω
προσμοιχεύω
προσμολεῖν
προσμολυβδοχοέω
πρόσμονος
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
προσμυθολογέω
προσμυθοποιέω
προσμύρομαι
προσναυπηγέω
προσνεανιεύομαι
View word page
προσμολεῖν
to come
ShortDef
to come
Debugging
Headword:
προσμολεῖν
Headword (normalized):
προσμολεῖν
Headword (normalized/stripped):
προσμολειν
IDX:
75916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75917
Key:
Data
{'content': 'to come'}