Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσμετεωρίζω
προσμετρέω
προσμηκύνω
προσμηνύω
προσμηχανάομαι
προσμηχανητέον
προσμήχω
προσμισέω
προσμισθόω
προσμοιράζω
προσμοιχεύω
προσμολεῖν
προσμολυβδοχοέω
πρόσμονος
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
προσμυθολογέω
προσμυθοποιέω
προσμύρομαι
προσναυπηγέω
View word page
προσμοιχεύω
commit adultery in addition
ShortDef
commit adultery in addition
Debugging
Headword:
προσμοιχεύω
Headword (normalized):
προσμοιχεύω
Headword (normalized/stripped):
προσμοιχευω
IDX:
75915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75916
Key:
Data
{'content': 'commit adultery in addition'}