Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσμελέομαι
προσμελετάω
προσμελῳδέω
προσμέμφομαι
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταδίδωμι
προσμεταπέμπομαι
προσμετεωρίζω
προσμετρέω
προσμηκύνω
προσμηνύω
προσμηχανάομαι
προσμηχανητέον
προσμήχω
προσμισέω
προσμισθόω
προσμοιράζω
προσμοιχεύω
προσμολεῖν
προσμολυβδοχοέω
View word page
προσμηκύνω
provide as an extension, add
ShortDef
provide as an extension, add
Debugging
Headword:
προσμηκύνω
Headword (normalized):
προσμηκύνω
Headword (normalized/stripped):
προσμηκυνω
IDX:
75907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75908
Key:
Data
{'content': 'provide as an extension, add'}