Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσμάχομαι
προσμάω
προσμείγνυμι
προσμειδιάω
πρόσμειξις
προσμελέομαι
προσμελετάω
προσμελῳδέω
προσμέμφομαι
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταδίδωμι
προσμεταπέμπομαι
προσμετεωρίζω
προσμετρέω
προσμηκύνω
προσμηνύω
προσμηχανάομαι
προσμηχανητέον
προσμήχω
προσμισέω
View word page
προσμερίζω
apportion to

ShortDef

apportion to

Debugging

Headword:
προσμερίζω
Headword (normalized):
προσμερίζω
Headword (normalized/stripped):
προσμεριζω
IDX:
75902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75903
Key:

Data

{'content': 'apportion to'}