Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσμαρτυρέω
προσμαρτύρομαι
προσμάρτυρος
προσμάσσω
προσμαστιγόω
προσμάχομαι
προσμάω
προσμείγνυμι
προσμειδιάω
πρόσμειξις
προσμελέομαι
προσμελετάω
προσμελῳδέω
προσμέμφομαι
προσμένω
προσμερίζω
προσμεταδίδωμι
προσμεταπέμπομαι
προσμετεωρίζω
προσμετρέω
προσμηκύνω
View word page
προσμελέομαι
take care of
ShortDef
take care of
Debugging
Headword:
προσμελέομαι
Headword (normalized):
προσμελέομαι
Headword (normalized/stripped):
προσμελεομαι
IDX:
75897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75898
Key:
Data
{'content': 'take care of'}