Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσμαθητέον
προσμαθητέος
πρόσμακρος
προσμανθάνω
προσμαντεύομαι
προσμαρτυρέω
προσμαρτύρομαι
προσμάρτυρος
προσμάσσω
προσμαστιγόω
προσμάχομαι
προσμάω
προσμείγνυμι
προσμειδιάω
πρόσμειξις
προσμελέομαι
προσμελετάω
προσμελῳδέω
προσμέμφομαι
προσμένω
προσμερίζω
View word page
προσμάχομαι
to fight against

ShortDef

to fight against

Debugging

Headword:
προσμάχομαι
Headword (normalized):
προσμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσμαχομαι
IDX:
75892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75893
Key:

Data

{'content': 'to fight against'}