Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
προσλυμαίνομαι
προσλυσσάω
προσμαθητέον
προσμαθητέος
πρόσμακρος
προσμανθάνω
προσμαντεύομαι
View word page
προσλογιστέος
to be reckoned in addition

ShortDef

to be reckoned in addition

Debugging

Headword:
προσλογιστέος
Headword (normalized):
προσλογιστέος
Headword (normalized/stripped):
προσλογιστεος
IDX:
75876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75877
Key:

Data

{'content': 'to be reckoned in addition'}