Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
προσλυμαίνομαι
προσλυσσάω
προσμαθητέον
προσμαθητέος
πρόσμακρος
προσμανθάνω
View word page
προσλογιστέον
one must reckon in addition

ShortDef

one must reckon in addition

Debugging

Headword:
προσλογιστέον
Headword (normalized):
προσλογιστέον
Headword (normalized/stripped):
προσλογιστεον
IDX:
75875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75876
Key:

Data

{'content': 'one must reckon in addition'}