Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
προσλυμαίνομαι
προσλυσσάω
προσμαθητέον
προσμαθητέος
πρόσμακρος
View word page
προσλογισμός
encroachment

ShortDef

encroachment

Debugging

Headword:
προσλογισμός
Headword (normalized):
προσλογισμός
Headword (normalized/stripped):
προσλογισμος
IDX:
75874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75875
Key:

Data

{'content': 'encroachment'}