Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
προσλυμαίνομαι
προσλυσσάω
προσμαθητέον
προσμαθητέος
View word page
προσλογίζομαι
to reckon in addition

ShortDef

to reckon in addition

Debugging

Headword:
προσλογίζομαι
Headword (normalized):
προσλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
προσλογιζομαι
IDX:
75873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75874
Key:

Data

{'content': 'to reckon in addition'}