Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προσλεύσσω
προσλέχομαι
πρόσλημμα
προσληπτέον
προσληπτέος
προσληπτικός
πρόσληψις
προσλιμενίζομαι
προσλιπαίνω
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογεύω
προσλογίζομαι
προσλογισμός
προσλογιστέον
προσλογιστέος
προσλογοποιέω
προσλοιδορέω
πρόσλοιπος
προσλυμαίνομαι
προσλυσσάω
View word page
προσλιπάρησις
importunity
ShortDef
importunity
Debugging
Headword:
προσλιπάρησις
Headword (normalized):
προσλιπάρησις
Headword (normalized/stripped):
προσλιπαρησις
IDX:
75871
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-75872
Key:
Data
{'content': 'importunity'}